- ελπιδοδωτης
- ἐλπιδοδώτηςἐλπῐδο-δώτης-ου ὅ податель надежд (эпитет Аполлона) Hom.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ελπιδοδώτης — ἐλπιδοδώτης, ο (Α) αυτός που δίνει ἡ δημιουργεί ελπίδες … Dictionary of Greek
ἐλπιδοδῶται — ἐλπιδοδώτης giver of hope masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλπιδοδώτην — ἐλπιδοδώτης giver of hope masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)